τάλαντ'

τάλαντ'
τάλαντα , τάλαντον
balance
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • талант — I талант I, род. п. а мера веса , Нов. зав., Матф. 25, 15 и сл. (у Лескова и др.), русск. цслав., ст. слав. таланътъ τάλαντον (Зогр., Мар., Остром.). Из греч. τάλαντον весы; денежно расчетная единица от ταλαντ несущий ; см. Фасмер, Гр. сл. эт.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • SACRAMENTUM — I. SACRAMENTUM Latinis pecuniam quoque notat seu pignus a litigantibus, apud Pontifices, in sacro loco depositam, quô multabatur is, qui causâ cadebat. Similiter apud Athenienses Sacramentum deponebat, initiô litis, tum Actor, tum Reus; quorum is …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευνούχος — και μουνούχος, ο (ΑΜ εὐνοῡχος, Μ και μουνοῡχος και ᾿ μνοῡχος, Α και ως επίθ. εὐνοῡχος, ον) 1. αυτός που έχει υποστεί ευνουχισμό, ο εκτομίας 2. αυτός τού οποίου έχουν αφαιρεθεί οι γεννητικοί αδένες και έχει καταστεί ανίκανος για συνουσία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσούχος — θαλασσοῡχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ουχος (< έχω), πρβλ. πολι ούχος, ταλαντ ούχος] …   Dictionary of Greek

  • θεμιστούχος — θεμιστοῦχος, ον (Α) αυτός που τηρεί και υπερασπίζει το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + ούχος (< έχω), πρβλ. δικαι ούχος, ταλαντ ούχος] …   Dictionary of Greek

  • κερκιδιαίον — κερκιδιαῑον, τὸ (Α) επιγρ. φράγμα ή τοίχος με σχήμα κερκίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος + κατάλ. ιαίος (πρβλ. κρηπιδ ιαίος, ταλαντ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • μηνιείος — μηνιεῑος, α, ον (Α) 1. ο μηνιαίος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῑα μηνιαία σιτηρέσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. ταλαντ ιείος)] …   Dictionary of Greek

  • πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… …   Dictionary of Greek

  • χοϊείος — εία, ον, Α αυτός που έχει την περιεκτικότητα ενός χου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μέτρο υγρών» + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. μην ιεῖος, ταλαντ ιεῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”